προπατώ

προπατώ
(I)
και προπατάω και προπατέω Ν
βλ. περιπατώ.
————————
(II)
-έω, ΜΑ [πατῶ]
μσν.
προχωρώ μπροστά, βαδίζω πρώτος
αρχ.
(για τα βόδια στο αλώνι) πατώ, πιέζω με τα πόδια, αλωνίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”